- θυμούμαι
- (I)θυμοῡμαι (ΑΜ) [θυμός]βλ. θυμώ.————————(II)και θυμάμαι και θυμιέμαι (Μ θυμοῡμαι) [θυμός]ενθυμούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυμούμαι — → δες θυμάμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θυμούμαι — και θυμάμαι θυμήθηκα 1. συγκρατώ στη μνήμη μου κάτι: Δε θυμάται πώς έγινε το ατύχημα. 2. αναπολώ: Θυμάται τα παιδικά του χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμοῦμαι — θῡμοῦμαι , θυμόω make angry pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek
θυμάμαι — και θυμούμαι και θυμιέμαι (ΑΜ ενθυμοῡμαι, έομαι, και ενθυμίζομαι) ενθυμούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν θυμούμαι (< εν + θυμούμαι < θυμός) με παράλειψη τού α συνθετικού και μεταβολή τής κλίσης τού β συνθετικού. Η αρχική σημασία τού εν θυμούμαι… … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek
συμμνημονεύω — Α [μνημονεύω] 1. θυμούμαι κάτι μαζί με κάτι άλλο, θυμούμαι ταυτόχρονα 2. (συν. το παθ.) συμμνημονεύομαι μνημονεύομαι, αναφέρομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο … Dictionary of Greek
αναθυμούμαι — και αναθυμάμαι ( άσαι, άται), και αναθυμιέμαι ( ιέσαι, ιέται), θυμήθηκα, μτβ. 1. θυμούμαι κάποιον ή κάτι: Χθες σας αναθυμηθήκαμε. 2. θυμούμαι κάτι με πόθο: Αναθυμήθηκα μπακαλιάρο με σκορδαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθύμητος — η, ο [θυμούμαι] αυτός που κανείς πια δεν θυμάται ή δεν θέλει να θυμάται, λησμονημένος, ξεχασμένος … Dictionary of Greek
αναθυμίζω — και μσν. νεοελλ. –θυμώ μεσ. αναθυμίζομαι και θυμάμαι και θυμούμαι ή θυμιέμαι 1. υπενθυμίζω, θυμίζω κάτι σε κάποιον 2. (ιδίως το μέσο), φέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι, αναπολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθύμισμα, αναθυμιστικός] … Dictionary of Greek